φορτσάδος

φορτσάδος
φορτσάδος, ο και φορτσάτος, ο
(για άνεμο), δυνατός, σφοδρός, βίαιος, ορμητικός, φουριόζος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φορτσάδος — α, ο, Ν (διαλ. τ.) βλ. φορτσάτος …   Dictionary of Greek

  • φορτσάτος — η, ο, και διαλ. τ. φορτσάδος, α, ο, Ν ορμητικός, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forzato] …   Dictionary of Greek

  • φορτσάτος — ο βλ. φορτσάδος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”